χειρουργίαι

χειρουργίαι
χειρουργία
working by hand
fem nom/voc pl
χειρουργίᾱͅ , χειρουργία
working by hand
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χειρουργίᾳ — χειρουργίαι , χειρουργία working by hand fem nom/voc pl χειρουργίᾱͅ , χειρουργία working by hand fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματουργός — όν, ΜΑ (για τέχνη ή επάγγελμα) αυτός που κατασκευάζει σώματα («τέχναι καὶ χειρουργίαι τούτων ὑπ ἀνθρώπων εὕρηνται σωματουργοί», Διον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + ουργός (< ἔργον*), πρβλ. δραματ ουργός] …   Dictionary of Greek

  • Αρεταίος Καππαδόκης — (β’ μισό 1ου – α’ μισό 2ου αι. μ.Χ.).Γιατρός από την Καππαδοκία, οπαδός της εκλεκτικής σχολής. Τα δύο κυριότερα έργα του, που έχουν σωθεί σχεδόν ολόκληρα και έχουν εκδοθεί πολλές φορές στα ελληνικά και τα λατινικά από το 1552, είναι το Περί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”